- Ἰνδοῖς
- Ἰνδόςfallacymasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
рахманный — ленивый; тщедушный; неуклюжий; тихий, смирный, простодушный; чудной , ю. в. р., калужск. (РФВ 49, 334), рахманый, смол. (Добровольский), веселый, общительный , с. в. р. (Даль), рахманно прекрасно , арготизм; см. Крестовский, ИОРЯС, 4, 1080; укр.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
PAVONES — Hebr. Gap desc: Hebrew, pro cuthijim, i. e. Cuthaei seu Persici, 1. Regum c. 10. v. 22. et 2. Paral. c. 9. v. 21. Semel singulis trienniis ibat (Salomonis) classis in Tharsis et afferebat aurum et argentum, dentes elephantinos, simias et pavones … Hofmann J. Lexicon universale
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κήλας — κήλας, ὁ (Α) είδος ινδικού πελαργού («κήλαν ἐν Ἰνδοῑς ἀκούω ὄρνιν... τριπλάσιον ὠτίδος», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. λ. ινδικής προελεύσεως (πρβλ. ινδ. hargēla), με σχηματισμό κατ επίδραση τής λ. κήλη λόγω τής συγγένειας τής… … Dictionary of Greek
μαμάτραι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «oἱ στρατηγοί, παρὰ Ἰνδοῑς» … Dictionary of Greek
σάμμα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄργανον μουσικὸν παρὰ Ἰνδοῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ινδικής προλεύσεως] … Dictionary of Greek